-
1 ωθουν
τό [ὠθέω] толчок Plat. -
2 ωθούν
ὠθέωthrust: pres part act masc voc sg (attic epic doric)ὠθέωthrust: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
3 ὠθοῦν
ὠθέωthrust: pres part act masc voc sg (attic epic doric)ὠθέωthrust: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
4 ώθουν
ὀθέωimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὀθέωimperf ind act 1st sg (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 ὤθουν
ὀθέωimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὀθέωimperf ind act 1st sg (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὠθέωthrust: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
6 стимул
-а α.το κίνητρο, ωθούν αίτιο•к повышению производительности труда κίνητρο για την παραπάνω ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας.
-
7 ἀντωθέω
A push in the contrary direction, Hp.Fract.39, cf. Ph.2.354:—[voice] Pass.,τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Arist.GA 768b19
, cf. Mech. 851a3:— [voice] Med., push one against another, Theopomp.Hist.283.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντωθέω
-
8 ὠθέω
A (troch.), D.9.65, ([etym.] ἐξ-) Th. 7.52, etc., and ἐώθει even in h.Merc. 305; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ὤθει Il.21.241
; [dialect] Ion.ὤθεσκε Od.11.596
: but is f.l. for ὠθεῖ ([place name] Kirchhoff): [tense] fut. , Ar.Ec. 300 (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Aj. 1248; but , Andr. 344, and always in Prose;ἀπ-ώσω Od.15.280
, [dialect] Ep. inf.ἀπ-ωσέμεν Il.13.367
: [dialect] Att. [tense] aor. , etc., ([etym.] ἐξ-) S.OC 1296, 1330, etc.; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὦσα Il.1.220
, Hdt.7.167, [dialect] Ep.ὤσασκε Od.11.599
; butἔωσα Il.16.410
, ([etym.] ἀπ-) Od.9.81; laterὤθησα Ael.NA13.17
, etc.: [tense] pf. ἔωκα ([etym.] ἐξ-) Plu.2.48c: [tense] plpf. ἐώκει ([etym.] ἐξ-) Id.Brut.42:—[voice] Med., [tense] fut. ὤσομαι ([etym.] ἀπ-) S.El. 944, etc., ([etym.] δι-) A.Fr.199.9, etc.:—[dialect] Att. [tense] aor.ἐωσάυην Th.4.43
, Ar.V. 1085 (troch., with vv. ll.); [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὠσάμην Il.16.592
, Hdt.9.25, v.l. in Ar.V.l.c.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.l. ὠθήσομαι), ([etym.] ἐξ-) D.24.61: [dialect] Att. [tense] aor. ἐώσθην ([etym.] ἐξ-) X.HG2.4.34, etc.; later ὤσθην ([etym.] ἐξ-) Arr.An.4.25.3, Plot.4.4.45: [dialect] Att. [tense] pf.ἔωσμαι X.Cyr.7.1.36
, ([etym.] ἀπ-, περι-) Th.2.39, 3.57; [dialect] Ion. part.ἀπωσμένος Hdt.5.69
:— thrust, push,I mostly of human force, as of Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον he kept pushing it.., Od.11.596, cf. 599; ; [ἔγχος] ὑπὲκ δίφροιο pushed it away from.., Il.5.854;ἂψ ἐς κουλεὸν ὦσε ξίφος 1.220
; ; τὸν δε' Ζεὺς ὦσεν ὄπισθε χειρί ib. 694, cf. 13.193;ὦσαί [τινα] ἀφ' ἵππων 5.19
; ἀφ' ἵππων χαμᾶζε ib. 835, etc.; so ὦσαι ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ rush into the fire, Hdt.7.167; ὠ. τινα ἐπὶ κεφαλήν throw him headlong down, Pl.R. 553b ([voice] Pass.,ὠθέεσθαι ἐπὶ κ. Hdt.7.136
);ὠ. τινα ἐπὶ τράχηλον Luc.DMort.27.1
;πετρῶν ὦσαι κάτω E.Cyc. 448
, cf. Pl.Phdr. 229c;εἰς λιθοτομίας D.53.17
: freq. of weapons, ὠ. ξίφος δἰ ἀμφοτέρων thrust it through both, Hdt.3.78; ; ;φάσγανον δἰ ἥπατος Id.Med. 379
;ξίφος πρὸς ἧπαρ Id.Hel. 983
;δαλοῦ κώπην ἔσω βλεφάρων Id.Cyc. 485
(anap.), cf. 636; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε θύραζε forced it out from the thigh, Il.5.694; τὸ ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα stuff it into his mouth, Thphr.Char.2.4: τὴν θύραν ὠθεῖ forces the door, Ar.V. 152, cf. Lys.1.24; : sts. of other than human force, as of a stream,ὦσε δὲ νεκρούς Il.21.235
, cf. 241; of the wind,Νότος μέγα κῡμα ποτὶ.. ῥίον ὠθεῖ Od.3.295
; [ὁ ποταμὸς] ὠθεῖ κῦμα Metagen.6.3;ὠ. κολόκυμα Ar.Eq. 692
: metaph., .3 thrust out, banish,ὠ. ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ S.OT 1382
; ; ; ;ἔξω τινὰ φυγάδα Pl.R. 560d
; σπονδῶν ἄπο, ἀπὸ τῶν ἱερῶν, E.Ba.46, Aeschin. 2.86;ὠ. τινας ἀθάπτους S.Aj. 1307
:—[voice] Pass.,ὠθούμεθ' ἔξω Id.Fr.583.7
.4 metaph., ὠ. τὰ πρήγματα push matters on, hurry them, Hdt.3.81;ἐπιθυμία ὠθεῖ ἐπὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV 1250a24
.5 abs., ὦσα παρέξ pushed off from land, Od.9.488;ὤθει βιαίως E.Tr. 356
, cf. X.HG7.4.31; τὸ ὠθοῦν the motive power, Pl.Cra. 401d.II [voice] Med., mostly in [tense] aor., thrust or push away from oneself, force back, esp. in battle, freq. in Il., ;τείχεος ἂψ ὤσασθαι 12.420
; ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ, 8.295, 16.655;τὴν ἵππον ὤσαντο Hdt.9.25
, cf. 3.72, 6.37;ὤσασθαί τινας κατὰ βραχύ Th.4.96
;ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας Id.6.70
, etc.; once in Trag., E.IT 326: of a horse, throw its rider, Thgn.260 (s.v.l.).2 intrans., push, press forward, Th.4.11,35, Plu.Ages.32;ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν X.HG7.1.31
;πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθεῖσθαι Pl.Euthd. 294d
;εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις Plu.Thes.5
.III [voice] Pass., to be thrust, pushed, or forced, rush or fall violently,ἐπὶ κεφαλήν Hdt.
(v. supr.1.1); ; , etc.;ἱδρῶτες ταχέως ὠθούμενοι Hp.Aph.7.85
.2 [voice] Med., crowd, throng, jostle, X.Cyr.3.3.64;ὠ. ὥσπερ ὕες Theoc.15.73
, cf. Arist.HA 572b25: impers. in [voice] Pass., ἐπὶ μέζον ὠθεῖται the crush gets worse, Herod.4.54. -
9 ὠθέω
ὠθέω impf. ὤθουν; fut. 2 sg. ὤσεις Is 30:22; aor. 2 sg. ὦσας Job 14:20, 3 pl. (?) ἔωσαν Jer 41:11 (v.l. ἔσωσαν), subj. 3 sg. ὤσῃ LXX. Pass.: aor. ptc. ὠσθείς Ps 117:13; pf. ptc. ὠσμένος Ps 61:4 (Hom. et al.; LXX; Philo, Aet. M. 136; Jos., Bell. 1, 250) push, shove τινά someone GPt 3:6.—B. 716. DELG.
См. также в других словарях:
ὠθοῦν — ὠθέω thrust pres part act masc voc sg (attic epic doric) ὠθέω thrust pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤθουν — ὀθέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὀθέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ὠθέω thrust imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὠθέω thrust imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ὠθέω thrust imperf ind act 3rd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek